ελαφρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελαφρωμένος | η | ελαφρωμένη | το | ελαφρωμένο |
| γενική | του | ελαφρωμένου | της | ελαφρωμένης | του | ελαφρωμένου |
| αιτιατική | τον | ελαφρωμένο | την | ελαφρωμένη | το | ελαφρωμένο |
| κλητική | ελαφρωμένε | ελαφρωμένη | ελαφρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελαφρωμένοι | οι | ελαφρωμένες | τα | ελαφρωμένα |
| γενική | των | ελαφρωμένων | των | ελαφρωμένων | των | ελαφρωμένων |
| αιτιατική | τους | ελαφρωμένους | τις | ελαφρωμένες | τα | ελαφρωμένα |
| κλητική | ελαφρωμένοι | ελαφρωμένες | ελαφρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελαφρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ελαφρώνω
Μεταφράσεις
ελαφρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.