εκβαρβάρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκβαρβάρωση | οι | εκβαρβαρώσεις |
| γενική | της | εκβαρβάρωσης* | των | εκβαρβαρώσεων |
| αιτιατική | την | εκβαρβάρωση | τις | εκβαρβαρώσεις |
| κλητική | εκβαρβάρωση | εκβαρβαρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκβαρβαρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκβαρβάρωση < ελληνιστική κοινή ἐκβαρβάρωσις < αρχαία ελληνική ἐκβαρβαρόω
Μεταφράσεις
εκβαρβάρωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.