εκφωνητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκφωνητής οι εκφωνητές
      γενική του εκφωνητή των εκφωνητών
    αιτιατική τον εκφωνητή τους εκφωνητές
     κλητική εκφωνητή εκφωνητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκφωνητής < εκφωνώ, εκφωνη- + -τής

Ουσιαστικό

εκφωνητής αρσενικό (θηλυκό εκφωνήτρια)

  1. αυτός που εκφωνεί κάποιο κείμενο
  2. (ειδικότερα, επάγγελμα) αυτός που κάνει τις εκφωνήσεις σε ραδιοφωνικό σταθμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.