εκφωνητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκφωνητής | οι | εκφωνητές |
| γενική | του | εκφωνητή | των | εκφωνητών |
| αιτιατική | τον | εκφωνητή | τους | εκφωνητές |
| κλητική | εκφωνητή | εκφωνητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκφωνητής αρσενικό (θηλυκό εκφωνήτρια)
- αυτός που εκφωνεί κάποιο κείμενο
- (ειδικότερα, επάγγελμα) αυτός που κάνει τις εκφωνήσεις σε ραδιοφωνικό σταθμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.