εκφρασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκφρασμένος | η | εκφρασμένη | το | εκφρασμένο |
| γενική | του | εκφρασμένου | της | εκφρασμένης | του | εκφρασμένου |
| αιτιατική | τον | εκφρασμένο | την | εκφρασμένη | το | εκφρασμένο |
| κλητική | εκφρασμένε | εκφρασμένη | εκφρασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκφρασμένοι | οι | εκφρασμένες | τα | εκφρασμένα |
| γενική | των | εκφρασμένων | των | εκφρασμένων | των | εκφρασμένων |
| αιτιατική | τους | εκφρασμένους | τις | εκφρασμένες | τα | εκφρασμένα |
| κλητική | εκφρασμένοι | εκφρασμένες | εκφρασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκφρασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκφράζω
Μεταφράσεις
εκφρασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.