εκφοβισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκφοβισμένος | η | εκφοβισμένη | το | εκφοβισμένο |
| γενική | του | εκφοβισμένου | της | εκφοβισμένης | του | εκφοβισμένου |
| αιτιατική | τον | εκφοβισμένο | την | εκφοβισμένη | το | εκφοβισμένο |
| κλητική | εκφοβισμένε | εκφοβισμένη | εκφοβισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκφοβισμένοι | οι | εκφοβισμένες | τα | εκφοβισμένα |
| γενική | των | εκφοβισμένων | των | εκφοβισμένων | των | εκφοβισμένων |
| αιτιατική | τους | εκφοβισμένους | τις | εκφοβισμένες | τα | εκφοβισμένα |
| κλητική | εκφοβισμένοι | εκφοβισμένες | εκφοβισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκφοβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκφοβίζω
Μεταφράσεις
εκφοβισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.