εκτρεφόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτρεφόμενος | η | εκτρεφόμενη | το | εκτρεφόμενο |
| γενική | του | εκτρεφόμενου | της | εκτρεφόμενης | του | εκτρεφόμενου |
| αιτιατική | τον | εκτρεφόμενο | την | εκτρεφόμενη | το | εκτρεφόμενο |
| κλητική | εκτρεφόμενε | εκτρεφόμενη | εκτρεφόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτρεφόμενοι | οι | εκτρεφόμενες | τα | εκτρεφόμενα |
| γενική | των | εκτρεφόμενων | των | εκτρεφόμενων | των | εκτρεφόμενων |
| αιτιατική | τους | εκτρεφόμενους | τις | εκτρεφόμενες | τα | εκτρεφόμενα |
| κλητική | εκτρεφόμενοι | εκτρεφόμενες | εκτρεφόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εκτρεφόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.