εκτομίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εκτομίας | οι | εκτομίες |
| γενική | του/της | εκτομία | των | εκτομιών |
| αιτιατική | τον/την | εκτομία | τους/τις | εκτομίες |
| κλητική | εκτομία | εκτομίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκτομίας αρσενικό ο υποστάς εκτόμιση «εκτομή όρχεων», «εκτομίας ίπποις», «εκτομίας αλέκτωρ»
Συγγενικά
- έκτομος
- ευνούχος Λουκιανός, ευνούχος
- μουνουχισμένος
- καπόνι= ο ευνουχισμένος κόκορας, αλλά και η επωτίδα, όπου οι ναυτικοί αναρτούν την άγκυρα.
Μεταφράσεις
εκτομίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.