ξετιμητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξετιμητής οι ξετιμητές
      γενική του ξετιμητή των ξετιμητών
    αιτιατική τον ξετιμητή τους ξετιμητές
     κλητική ξετιμητή ξετιμητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξετιμητής < ξε- + τιμητής

Ουσιαστικό

ξετιμητής αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.