εκστρατευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκστρατευτικός | η | εκστρατευτική | το | εκστρατευτικό |
| γενική | του | εκστρατευτικού | της | εκστρατευτικής | του | εκστρατευτικού |
| αιτιατική | τον | εκστρατευτικό | την | εκστρατευτική | το | εκστρατευτικό |
| κλητική | εκστρατευτικέ | εκστρατευτική | εκστρατευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκστρατευτικοί | οι | εκστρατευτικές | τα | εκστρατευτικά |
| γενική | των | εκστρατευτικών | των | εκστρατευτικών | των | εκστρατευτικών |
| αιτιατική | τους | εκστρατευτικούς | τις | εκστρατευτικές | τα | εκστρατευτικά |
| κλητική | εκστρατευτικοί | εκστρατευτικές | εκστρατευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκστρατευτικός < εκστρατεύω + -τικός
Επίθετο
εκστρατευτικός
- που έχει σχέση με την εκστρατεία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή ή έχει συσταθεί μ’ αυτόν τον σκοπό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκστρατεύω και στρατός
Μεταφράσεις
εκστρατευτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.