εκστρατεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκστρατεύω < αρχαία ελληνική ἐκστρατεύω
Συγγενικά
- εκστρατεία
- εκστρατευτικός
- → δείτε τη λέξη στρατός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκστρατεύω | εκστράτευα | θα εκστρατεύω | να εκστρατεύω | εκστρατεύοντας | |
| β' ενικ. | εκστρατεύεις | εκστράτευες | θα εκστρατεύεις | να εκστρατεύεις | εκστράτευε | |
| γ' ενικ. | εκστρατεύει | εκστράτευε | θα εκστρατεύει | να εκστρατεύει | ||
| α' πληθ. | εκστρατεύουμε | εκστρατεύαμε | θα εκστρατεύουμε | να εκστρατεύουμε | ||
| β' πληθ. | εκστρατεύετε | εκστρατεύατε | θα εκστρατεύετε | να εκστρατεύετε | εκστρατεύετε | |
| γ' πληθ. | εκστρατεύουν(ε) | εκστράτευαν εκστρατεύαν(ε) |
θα εκστρατεύουν(ε) | να εκστρατεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκστράτευσα | θα εκστρατεύσω | να εκστρατεύσω | εκστρατεύσει | ||
| β' ενικ. | εκστράτευσες | θα εκστρατεύσεις | να εκστρατεύσεις | εκστράτευσε | ||
| γ' ενικ. | εκστράτευσε | θα εκστρατεύσει | να εκστρατεύσει | |||
| α' πληθ. | εκστρατεύσαμε | θα εκστρατεύσουμε | να εκστρατεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εκστρατεύσατε | θα εκστρατεύσετε | να εκστρατεύσετε | εκστρατεύστε | ||
| γ' πληθ. | εκστράτευσαν εκστρατεύσαν(ε) |
θα εκστρατεύσουν(ε) | να εκστρατεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκστρατεύσει | είχα εκστρατεύσει | θα έχω εκστρατεύσει | να έχω εκστρατεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκστρατεύσει | είχες εκστρατεύσει | θα έχεις εκστρατεύσει | να έχεις εκστρατεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκστρατεύσει | είχε εκστρατεύσει | θα έχει εκστρατεύσει | να έχει εκστρατεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκστρατεύσει | είχαμε εκστρατεύσει | θα έχουμε εκστρατεύσει | να έχουμε εκστρατεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκστρατεύσει | είχατε εκστρατεύσει | θα έχετε εκστρατεύσει | να έχετε εκστρατεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκστρατεύσει | είχαν εκστρατεύσει | θα έχουν εκστρατεύσει | να έχουν εκστρατεύσει |
| |
Μεταφράσεις
εκστρατεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.