εκσλαβισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκσλαβισμένος η εκσλαβισμένη το εκσλαβισμένο
      γενική του εκσλαβισμένου της εκσλαβισμένης του εκσλαβισμένου
    αιτιατική τον εκσλαβισμένο την εκσλαβισμένη το εκσλαβισμένο
     κλητική εκσλαβισμένε εκσλαβισμένη εκσλαβισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκσλαβισμένοι οι εκσλαβισμένες τα εκσλαβισμένα
      γενική των εκσλαβισμένων των εκσλαβισμένων των εκσλαβισμένων
    αιτιατική τους εκσλαβισμένους τις εκσλαβισμένες τα εκσλαβισμένα
     κλητική εκσλαβισμένοι εκσλαβισμένες εκσλαβισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκσλαβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκσλαβίζω

Μετοχή

εκσλαβισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εκσλαβίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.