εκπορνευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκπορνευμένος η εκπορνευμένη το εκπορνευμένο
      γενική του εκπορνευμένου της εκπορνευμένης του εκπορνευμένου
    αιτιατική τον εκπορνευμένο την εκπορνευμένη το εκπορνευμένο
     κλητική εκπορνευμένε εκπορνευμένη εκπορνευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκπορνευμένοι οι εκπορνευμένες τα εκπορνευμένα
      γενική των εκπορνευμένων των εκπορνευμένων των εκπορνευμένων
    αιτιατική τους εκπορνευμένους τις εκπορνευμένες τα εκπορνευμένα
     κλητική εκπορνευμένοι εκπορνευμένες εκπορνευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

εκπορνευμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.