εκπληρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκπληρωμένος | η | εκπληρωμένη | το | εκπληρωμένο |
| γενική | του | εκπληρωμένου | της | εκπληρωμένης | του | εκπληρωμένου |
| αιτιατική | τον | εκπληρωμένο | την | εκπληρωμένη | το | εκπληρωμένο |
| κλητική | εκπληρωμένε | εκπληρωμένη | εκπληρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκπληρωμένοι | οι | εκπληρωμένες | τα | εκπληρωμένα |
| γενική | των | εκπληρωμένων | των | εκπληρωμένων | των | εκπληρωμένων |
| αιτιατική | τους | εκπληρωμένους | τις | εκπληρωμένες | τα | εκπληρωμένα |
| κλητική | εκπληρωμένοι | εκπληρωμένες | εκπληρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκπληρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπληρώνω
Μεταφράσεις
εκπληρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.