εκνευριστικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
εκνευριστικά
<
εκνευριστικός
+
-ά
Επίρρημα
εκνευριστικά
με τρόπο που προκαλεί τον
εκνευρισμό
φέρεται πολύ
εκνευριστικά
Συνώνυμα
ερεθιστικά
(
οικείο
)
σπαστικά
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
εκνευρίζω
και
νεύρο
Μεταφράσεις
εκνευριστικά
γαλλικά
:
exaspérant
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκνευριστικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
εκνευριστικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.