εκμάθηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκμάθηση | οι | εκμαθήσεις |
| γενική | της | εκμάθησης* | των | εκμαθήσεων |
| αιτιατική | την | εκμάθηση | τις | εκμαθήσεις |
| κλητική | εκμάθηση | εκμαθήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκμαθήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκμάθηση < ελληνιστική κοινή ἐκμάθησις < αρχαία ελληνική ἐκμανθάνω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.