εκμανθάνω

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εκμανθάνω < αρχαία ελληνική ἐκμανθάνω < ἐκ + μανθάνω

Ρήμα

εκμανθάνω

  1. μαθαίνω κάτι τέλεια
  2. αποστηθίζω, απομνημονεύω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.