εκλεκτοράτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκλεκτοράτο τα εκλεκτοράτα
      γενική του εκλεκτοράτου των εκλεκτοράτων
    αιτιατική το εκλεκτοράτο τα εκλεκτοράτα
     κλητική εκλεκτοράτο εκλεκτοράτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλεκτοράτο < εκλέκτορ(ας) + -άτο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

εκλεκτοράτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.