εκκενωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκκενωτής οι εκκενωτές
      γενική του εκκενωτή των εκκενωτών
    αιτιατική τον εκκενωτή τους εκκενωτές
     κλητική εκκενωτή εκκενωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκενωτής < εκκενώνω + -τής

Ουσιαστικό

εκκενωτής αρσενικό (θηλυκό: εκκενώτρια)

  1. αυτός που εκκενώνει (π.χ. βόθρους)
  2. όργανο που συμβάλλει στην εκκένωση ηλεκτρικού συμπυκνωτών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.