εκκενωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκκενωτής | οι | εκκενωτές |
| γενική | του | εκκενωτή | των | εκκενωτών |
| αιτιατική | τον | εκκενωτή | τους | εκκενωτές |
| κλητική | εκκενωτή | εκκενωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εκκενωτής αρσενικό (θηλυκό: εκκενώτρια)
- αυτός που εκκενώνει (π.χ. βόθρους)
- όργανο που συμβάλλει στην εκκένωση ηλεκτρικού συμπυκνωτών
Συγγενικά
- εκκενωτικό
- εκκενωτικός
- → δείτε τις λέξεις εκκενώνω και κενός
Μεταφράσεις
εκκενωτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.