εκκενώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκενώτρια οι εκκενώτριες
      γενική της εκκενώτριας των εκκενωτριών
    αιτιατική την εκκενώτρια τις εκκενώτριες
     κλητική εκκενώτρια εκκενώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκενώτρια < εκκενωτής + -τρια < εκκενώνω

Ουσιαστικό

εκκενώτρια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.