εκκενωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκενωτικός η εκκενωτική το εκκενωτικό
      γενική του εκκενωτικού της εκκενωτικής του εκκενωτικού
    αιτιατική τον εκκενωτικό την εκκενωτική το εκκενωτικό
     κλητική εκκενωτικέ εκκενωτική εκκενωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκενωτικοί οι εκκενωτικές τα εκκενωτικά
      γενική των εκκενωτικών των εκκενωτικών των εκκενωτικών
    αιτιατική τους εκκενωτικούς τις εκκενωτικές τα εκκενωτικά
     κλητική εκκενωτικοί εκκενωτικές εκκενωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκκενωτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εκκενωτικός

  1. που αφορά εκκένωση
    • που αφορά άδειασμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.