εκκενωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκκενωτικός | η | εκκενωτική | το | εκκενωτικό |
| γενική | του | εκκενωτικού | της | εκκενωτικής | του | εκκενωτικού |
| αιτιατική | τον | εκκενωτικό | την | εκκενωτική | το | εκκενωτικό |
| κλητική | εκκενωτικέ | εκκενωτική | εκκενωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκκενωτικοί | οι | εκκενωτικές | τα | εκκενωτικά |
| γενική | των | εκκενωτικών | των | εκκενωτικών | των | εκκενωτικών |
| αιτιατική | τους | εκκενωτικούς | τις | εκκενωτικές | τα | εκκενωτικά |
| κλητική | εκκενωτικοί | εκκενωτικές | εκκενωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκκενωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εκκενωτικός
- που αφορά εκκένωση
- που αφορά άδειασμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.