εκδοτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκδοτήριο τα εκδοτήρια
      γενική του εκδοτηρίου
& εκδοτήριου
των εκδοτηρίων
    αιτιατική το εκδοτήριο τα εκδοτήρια
     κλητική εκδοτήριο εκδοτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκδοτήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εκδοτήριο ουδέτερο

  • γραφείο ή ταμείο στο οποίο προμηθεύεται κάποιος εισιτήρια που συνήθως έχουν εκδοθεί από κάποιον άλλο φορέα ή για τα οποία έχει κάνει ήδη κράτηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.