εισφοροαποφυγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισφοροαποφυγή οι εισφοροαποφυγές
      γενική της εισφοροαποφυγής των εισφοροαποφυγών
    αιτιατική την εισφοροαποφυγή τις εισφοροαποφυγές
     κλητική εισφοροαποφυγή εισφοροαποφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισφοροαποφυγή < εισφορά + -ο- + αποφυγή

Προφορά

ΔΦΑ : /i.sfo.ɾo.a.po.fiˈʝi/

Ουσιαστικό

εισφοροαποφυγή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.