εισφέρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισφέρω < αρχαία ελληνική εἰσφέρω < εἰς + φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈsfe.ɾo/
Συγγενικά
- εισφορά
- συνεισφέρω
- συνεισφορά
- → δείτε τις λέξεις εις και φέρω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εισφέρω | εισέφερα | θα εισφέρω | να εισφέρω | εισφέροντας | |
| β' ενικ. | εισφέρεις | εισέφερες | θα εισφέρεις | να εισφέρεις | είσφερε | |
| γ' ενικ. | εισφέρει | εισέφερε | θα εισφέρει | να εισφέρει | ||
| α' πληθ. | εισφέρουμε | εισφέραμε | θα εισφέρουμε | να εισφέρουμε | ||
| β' πληθ. | εισφέρετε | εισφέρατε | θα εισφέρετε | να εισφέρετε | εισφέρετε | |
| γ' πληθ. | εισφέρουν(ε) | εισέφεραν εισφέραν(ε) |
θα εισφέρουν(ε) | να εισφέρουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εισέφερα | θα εισφέρω | να εισφέρω | εισφέρει | ||
| β' ενικ. | εισέφερες | θα εισφέρεις | να εισφέρεις | είσφερε | ||
| γ' ενικ. | εισέφερε | θα εισφέρει | να εισφέρει | |||
| α' πληθ. | εισφέραμε | θα εισφέρουμε | να εισφέρουμε | |||
| β' πληθ. | εισφέρατε | θα εισφέρετε | να εισφέρετε | εισφέρτε | ||
| γ' πληθ. | εισέφεραν εισφέραν(ε) |
θα εισφέρουν(ε) | να εισφέρουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εισφέρει | είχα εισφέρει | θα έχω εισφέρει | να έχω εισφέρει | ||
| β' ενικ. | έχεις εισφέρει | είχες εισφέρει | θα έχεις εισφέρει | να έχεις εισφέρει | ||
| γ' ενικ. | έχει εισφέρει | είχε εισφέρει | θα έχει εισφέρει | να έχει εισφέρει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εισφέρει | είχαμε εισφέρει | θα έχουμε εισφέρει | να έχουμε εισφέρει | ||
| β' πληθ. | έχετε εισφέρει | είχατε εισφέρει | θα έχετε εισφέρει | να έχετε εισφέρει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εισφέρει | είχαν εισφέρει | θα έχουν εισφέρει | να έχουν εισφέρει |
| |
Μεταφράσεις
εισφέρω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.