εἰσφέρω

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εἰσφέρω < εἰς και φέρω

Ρήμα

εἰσφέρω

  1. εισφέρω, συνεισφέρω (οικονομικά)
  2. φέρνω κάτι κακό, πάνω σε κάποιους, μέσα στο χώρο τους ή μέσα στην πατρίδα τους
    πόλεμον ἐσφέρει Ἑλλήνων χθονί
    δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι (:κάνει δειλό και τον γενναίο)
  3. εισάγω, προτείνω, εισηγούμαι (ψηφίσματα, καινοτομίες, απόψεις)
  4. επιφέρω, προξενώ δεινά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.