εἰσφέρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ρήμα
εἰσφέρω
- εισφέρω, συνεισφέρω (οικονομικά)
- φέρνω κάτι κακό, πάνω σε κάποιους, μέσα στο χώρο τους ή μέσα στην πατρίδα τους
- πόλεμον ἐσφέρει Ἑλλήνων χθονί
- δειλίαν ἐσφέρει τοῖς ἀλκίμοισι (:κάνει δειλό και τον γενναίο)
- εισάγω, προτείνω, εισηγούμαι (ψηφίσματα, καινοτομίες, απόψεις)
- επιφέρω, προξενώ δεινά
Πηγές
- εἰσφέρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰσφέρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.