ειπωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειπωμένος | η | ειπωμένη | το | ειπωμένο |
| γενική | του | ειπωμένου | της | ειπωμένης | του | ειπωμένου |
| αιτιατική | τον | ειπωμένο | την | ειπωμένη | το | ειπωμένο |
| κλητική | ειπωμένε | ειπωμένη | ειπωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειπωμένοι | οι | ειπωμένες | τα | ειπωμένα |
| γενική | των | ειπωμένων | των | ειπωμένων | των | ειπωμένων |
| αιτιατική | τους | ειπωμένους | τις | ειπωμένες | τα | ειπωμένα |
| κλητική | ειπωμένοι | ειπωμένες | ειπωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.