εικοσάρικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εικοσάρικο τα εικοσάρικα
      γενική του εικοσάρικου των εικοσάρικων
    αιτιατική το εικοσάρικο τα εικοσάρικα
     κλητική εικοσάρικο εικοσάρικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικοσάρικο < εικοσάρ(ι) + -ικο

Ουσιαστικό

εικοσάρικο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.