εικονολατρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εικονολατρία | οι | εικονολατρίες |
| γενική | της | εικονολατρίας | των | εικονολατριών |
| αιτιατική | την | εικονολατρία | τις | εικονολατρίες |
| κλητική | εικονολατρία | εικονολατρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εικονολατρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική iconolâtrie < iconolâtre < μεσαιωνική ελληνική εἰκονολάτρης. Μορφολογικά, αρχαία ελληνική εἰκών (εικονο-) + -λατρία (λατρεία) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ko.no.laˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐νο‐λα‐τρί‐α
Ουσιαστικό
εικονολατρία θηλυκό
- (χριστιανισμός, ιστορία) η λατρεία των }εικόνων, αντίθετα προς το θρησκευτικό κίνημα της εικονομαχίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία στον 8ο-9ο αιώνα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εικονολατρία
Αναφορές
- εικονολατρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.