statuette
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
statuette
(en)
αγαλματάκι
,
αγαλματίδιο
,
αγαλμάτιο
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
statuette
statuettes
Ουσιαστικό
statuette
(fr)
θηλυκό
το
αγαλματάκι
, το
αγαλματίδιο
, το
αγαλμάτιο
, το
ειδώλιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.