εθνωνυμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνωνυμικός η εθνωνυμική το εθνωνυμικό
      γενική του εθνωνυμικού της εθνωνυμικής του εθνωνυμικού
    αιτιατική τον εθνωνυμικό την εθνωνυμική το εθνωνυμικό
     κλητική εθνωνυμικέ εθνωνυμική εθνωνυμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνωνυμικοί οι εθνωνυμικές τα εθνωνυμικά
      γενική των εθνωνυμικών των εθνωνυμικών των εθνωνυμικών
    αιτιατική τους εθνωνυμικούς τις εθνωνυμικές τα εθνωνυμικά
     κλητική εθνωνυμικοί εθνωνυμικές εθνωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εθνωνυμικός < εθνωνύμ(ιο) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.θno.ni.miˈkos/ (αρσενικό)
ΔΦΑ : /e.θno.ni.miˈci/ (θηλυκό)
ΔΦΑ : /e.θno.ni.miˈko/ (ουδέτερο)

Επίθετο

εθνωνυμικός, ή, ό

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.