εθνολογικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθνολογικός η εθνολογική το εθνολογικό
      γενική του εθνολογικού της εθνολογικής του εθνολογικού
    αιτιατική τον εθνολογικό την εθνολογική το εθνολογικό
     κλητική εθνολογικέ εθνολογική εθνολογικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθνολογικοί οι εθνολογικές τα εθνολογικά
      γενική των εθνολογικών των εθνολογικών των εθνολογικών
    αιτιατική τους εθνολογικούς τις εθνολογικές τα εθνολογικά
     κλητική εθνολογικοί εθνολογικές εθνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εθνολογικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ethnologique < ethnologie < αρχαία ελληνική ἔθνος + λέγω

Επίθετο

εθνολογικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.