εθνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνολογία οι εθνολογίες
      γενική της εθνολογίας των εθνολογιών
    αιτιατική την εθνολογία τις εθνολογίες
     κλητική εθνολογία εθνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθνολογία < έθνος + -λογία

Ουσιαστικό

εθνολογία θηλυκό

  • η επιστήμη που ασχολείται με την εξαγωγή συμπερασμάτων από εθνογραφικές παρατηρήσεις. Τείνει να αντικατασταθεί με τον όρο κοινωνική ανθρωπολογία.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.