εδώλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εδώλιο | τα | εδώλια |
| γενική | του | εδωλίου & εδώλιου |
των | εδωλίων |
| αιτιατική | το | εδώλιο | τα | εδώλια |
| κλητική | εδώλιο | εδώλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εδώλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑδώλιον (κάθισμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈðo.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐δώ‐λι‐ο
Μεταφράσεις
εδώλιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.