εδώλιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εδώλιο τα εδώλια
      γενική του εδωλίου
& εδώλιου
των εδωλίων
    αιτιατική το εδώλιο τα εδώλια
     κλητική εδώλιο εδώλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εδώλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑδώλιον (κάθισμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈðo.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εδώλιο

Ουσιαστικό

εδώλιο ουδέτερο

  1. το κάθισμα
  2. (ειδικότερα) το κάθισμα του κατηγορουμένου σε μια δίκη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.