ἑδώλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἑδώλιον τὰ ἑδώλι
      γενική τοῦ ἑδωλίου τῶν ἑδωλίων
      δοτική τῷ ἑδωλί τοῖς ἑδωλίοις
    αιτιατική τὸ ἑδώλιον τὰ ἑδώλι
     κλητική ! ἑδώλιον ἑδώλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑδωλίω
γεν-δοτ τοῖν  ἑδωλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑδώλιον < ἕδος < ἕζομαι

Ουσιαστικό

ἑδώλιον ουδέτερο

  1. κάθισμα
  2. έδρα
  3. κατοικία, ενδιαίτημα
  4. κάθισμα κωπηλατών
     συνώνυμα:: (λατινικά) transtrum
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.