ἑδώλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἑδώλιον | τὰ | ἑδώλιᾰ |
| γενική | τοῦ | ἑδωλίου | τῶν | ἑδωλίων |
| δοτική | τῷ | ἑδωλίῳ | τοῖς | ἑδωλίοις |
| αιτιατική | τὸ | ἑδώλιον | τὰ | ἑδώλιᾰ |
| κλητική ὦ! | ἑδώλιον | ἑδώλιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑδωλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑδωλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἑδώλιον < ἕδος < ἕζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.