εδαφολογικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εδαφολογικά < εδαφολογικός

Επίρρημα

εδαφολογικά

  1. από εδαφολογική άποψη
    Εδαφολογικά πρόκειται για έκταση στην οποία λιμνάζουν μόνιμα νερά (από το λήμμα Έλος της Βικιπαίδειας)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

εδαφολογικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.