εγχαραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγχαραγμένος | η | εγχαραγμένη | το | εγχαραγμένο |
| γενική | του | εγχαραγμένου | της | εγχαραγμένης | του | εγχαραγμένου |
| αιτιατική | τον | εγχαραγμένο | την | εγχαραγμένη | το | εγχαραγμένο |
| κλητική | εγχαραγμένε | εγχαραγμένη | εγχαραγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγχαραγμένοι | οι | εγχαραγμένες | τα | εγχαραγμένα |
| γενική | των | εγχαραγμένων | των | εγχαραγμένων | των | εγχαραγμένων |
| αιτιατική | τους | εγχαραγμένους | τις | εγχαραγμένες | τα | εγχαραγμένα |
| κλητική | εγχαραγμένοι | εγχαραγμένες | εγχαραγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγχαραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγχαράσσω
Μεταφράσεις
εγχαραγμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.