εγκριμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκριμένος | η | εγκριμένη | το | εγκριμένο |
| γενική | του | εγκριμένου | της | εγκριμένης | του | εγκριμένου |
| αιτιατική | τον | εγκριμένο | την | εγκριμένη | το | εγκριμένο |
| κλητική | εγκριμένε | εγκριμένη | εγκριμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκριμένοι | οι | εγκριμένες | τα | εγκριμένα |
| γενική | των | εγκριμένων | των | εγκριμένων | των | εγκριμένων |
| αιτιατική | τους | εγκριμένους | τις | εγκριμένες | τα | εγκριμένα |
| κλητική | εγκριμένοι | εγκριμένες | εγκριμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκριμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκρίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.