εγκλιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκλιτικός | η | εγκλιτική | το | εγκλιτικό |
| γενική | του | εγκλιτικού | της | εγκλιτικής | του | εγκλιτικού |
| αιτιατική | τον | εγκλιτικό | την | εγκλιτική | το | εγκλιτικό |
| κλητική | εγκλιτικέ | εγκλιτική | εγκλιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκλιτικοί | οι | εγκλιτικές | τα | εγκλιτικά |
| γενική | των | εγκλιτικών | των | εγκλιτικών | των | εγκλιτικών |
| αιτιατική | τους | εγκλιτικούς | τις | εγκλιτικές | τα | εγκλιτικά |
| κλητική | εγκλιτικοί | εγκλιτικές | εγκλιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκλιτικός < ελληνιστική κοινή ἐγκλιτικός < αρχαία ελληνική ἔγκλισις
Επίθετο
εγκλιτικός, -ή, -ό
- για λέξη που χάνει τον τόνο της ή τον μεταβιβάζει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης
- σχετικός με τις εγκλίσεις του ρήματος
- να κάνετε εγκλιτική αντικατάσταση του τύπου, δηλαδή να γράψετε τους αντίστοιχους τύπους των άλλων εγκλίσεων του ίδιου χρόνου στην ίδια φωνή και στο ίδιο πρόσωπο και αριθμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.