εγκαθιδρυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκαθιδρυμένος | η | εγκαθιδρυμένη | το | εγκαθιδρυμένο |
| γενική | του | εγκαθιδρυμένου | της | εγκαθιδρυμένης | του | εγκαθιδρυμένου |
| αιτιατική | τον | εγκαθιδρυμένο | την | εγκαθιδρυμένη | το | εγκαθιδρυμένο |
| κλητική | εγκαθιδρυμένε | εγκαθιδρυμένη | εγκαθιδρυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκαθιδρυμένοι | οι | εγκαθιδρυμένες | τα | εγκαθιδρυμένα |
| γενική | των | εγκαθιδρυμένων | των | εγκαθιδρυμένων | των | εγκαθιδρυμένων |
| αιτιατική | τους | εγκαθιδρυμένους | τις | εγκαθιδρυμένες | τα | εγκαθιδρυμένα |
| κλητική | εγκαθιδρυμένοι | εγκαθιδρυμένες | εγκαθιδρυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εγκαθιδρυμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.