δυτικότροπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυτικότροπος η δυτικότροπη το δυτικότροπο
      γενική του δυτικότροπου της δυτικότροπης του δυτικότροπου
    αιτιατική τον δυτικότροπο τη δυτικότροπη το δυτικότροπο
     κλητική δυτικότροπε δυτικότροπη δυτικότροπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυτικότροποι οι δυτικότροπες τα δυτικότροπα
      γενική των δυτικότροπων των δυτικότροπων των δυτικότροπων
    αιτιατική τους δυτικότροπους τις δυτικότροπες τα δυτικότροπα
     κλητική δυτικότροποι δυτικότροπες δυτικότροπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυτικότροπος < δυτικός + τρόπος

Επίθετο

δυτικότροπος, -η, -ο (επίρρημα: δυτικότροπα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.