δυτικότροπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυτικότροπος | η | δυτικότροπη | το | δυτικότροπο |
| γενική | του | δυτικότροπου | της | δυτικότροπης | του | δυτικότροπου |
| αιτιατική | τον | δυτικότροπο | τη | δυτικότροπη | το | δυτικότροπο |
| κλητική | δυτικότροπε | δυτικότροπη | δυτικότροπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυτικότροποι | οι | δυτικότροπες | τα | δυτικότροπα |
| γενική | των | δυτικότροπων | των | δυτικότροπων | των | δυτικότροπων |
| αιτιατική | τους | δυτικότροπους | τις | δυτικότροπες | τα | δυτικότροπα |
| κλητική | δυτικότροποι | δυτικότροπες | δυτικότροπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δυτικότροπος, -η, -ο (επίρρημα: δυτικότροπα)
- που έχει σχέση η αναφέρεται στον δυτικό ή δυτικοευρωπαϊκό τρόπο ή ύφος
Μεταφράσεις
δυτικότροπος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.