δυσφωνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσφωνία | οι | δυσφωνίες |
| γενική | της | δυσφωνίας | των | δυσφωνιών |
| αιτιατική | τη | δυσφωνία | τις | δυσφωνίες |
| κλητική | δυσφωνία | δυσφωνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysphonia < αρχαία ελληνική δυσ- + φωνή
Ουσιαστικό
δυσφωνία θηλυκό
- (ιατρική) δυσκολία στην άρθρωση φθόγγων εξαιτίας διαταραχών στις φωνητικές χορδές
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.