δυσηχής

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυσηχής τὸ δυσηχές
      γενική τοῦ/τῆς δυσηχοῦς τοῦ δυσηχοῦς
      δοτική τῷ/τῇ δυσηχεῖ τῷ δυσηχεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσηχ τὸ δυσηχές
     κλητική ! δυσηχές δυσηχές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσηχεῖς τὰ δυσηχ
      γενική τῶν δυσηχῶν τῶν δυσηχῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσηχέσ(ν) τοῖς δυσηχέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσηχεῖς τὰ δυσηχ
     κλητική ! δυσηχεῖς δυσηχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσηχεῖ τὼ δυσηχεῖ
      γεν-δοτ τοῖν δυσηχοῖν τοῖν δυσηχοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσηχής < δυσ- + ἠχέω + -ής

Επίθετο

δυσηχής, -ής, -ές

  1. που δεν ακούγεται ωραία
  2. (για μέταλλο) που έχει υπόκωφο ήχο
  3. ο λυπηρός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.