δυσαχής
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Επίθετο
δυσαχής, -ής, -ές δωρικός τύπος του δυσηχής
- επώδυνος, οδυνηρός, επίπονος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 145 (145-146)
- ἐπάθομεν πάθος δυσαχές, ὦ πόποι, | ἄφερτον κακόν.
- Επάθαμε κακό βαρύκλαυτο, πωπώ | αβάσταχτο κακό.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- ἐπάθομεν πάθος δυσαχές, ὦ πόποι, | ἄφερτον κακόν.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 145 (145-146)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἄχος
Πηγές
- δυσαχής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσαχής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.