δυσαρίθμητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσαρίθμητος | η | δυσαρίθμητη | το | δυσαρίθμητο |
| γενική | του | δυσαρίθμητου | της | δυσαρίθμητης | του | δυσαρίθμητου |
| αιτιατική | τον | δυσαρίθμητο | τη | δυσαρίθμητη | το | δυσαρίθμητο |
| κλητική | δυσαρίθμητε | δυσαρίθμητη | δυσαρίθμητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσαρίθμητοι | οι | δυσαρίθμητες | τα | δυσαρίθμητα |
| γενική | των | δυσαρίθμητων | των | δυσαρίθμητων | των | δυσαρίθμητων |
| αιτιατική | τους | δυσαρίθμητους | τις | δυσαρίθμητες | τα | δυσαρίθμητα |
| κλητική | δυσαρίθμητοι | δυσαρίθμητες | δυσαρίθμητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσαρίθμητος < (ελληνιστική κοινή) δυσαρίθμητος
Μεταφράσεις
δυσαρίθμητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.