δυσέλεγκτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσέλεγκτος η δυσέλεγκτη το δυσέλεγκτο
      γενική του δυσέλεγκτου της δυσέλεγκτης του δυσέλεγκτου
    αιτιατική τον δυσέλεγκτο τη δυσέλεγκτη το δυσέλεγκτο
     κλητική δυσέλεγκτε δυσέλεγκτη δυσέλεγκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσέλεγκτοι οι δυσέλεγκτες τα δυσέλεγκτα
      γενική των δυσέλεγκτων των δυσέλεγκτων των δυσέλεγκτων
    αιτιατική τους δυσέλεγκτους τις δυσέλεγκτες τα δυσέλεγκτα
     κλητική δυσέλεγκτοι δυσέλεγκτες δυσέλεγκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσέλεγκτος < δυσ- + ελέγχω + -τος

Επίθετο

δυσέλεγκτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.