δυναμιτιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυναμιτιστικός | η | δυναμιτιστική | το | δυναμιτιστικό |
| γενική | του | δυναμιτιστικού | της | δυναμιτιστικής | του | δυναμιτιστικού |
| αιτιατική | τον | δυναμιτιστικό | τη | δυναμιτιστική | το | δυναμιτιστικό |
| κλητική | δυναμιτιστικέ | δυναμιτιστική | δυναμιτιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυναμιτιστικοί | οι | δυναμιτιστικές | τα | δυναμιτιστικά |
| γενική | των | δυναμιτιστικών | των | δυναμιτιστικών | των | δυναμιτιστικών |
| αιτιατική | τους | δυναμιτιστικούς | τις | δυναμιτιστικές | τα | δυναμιτιστικά |
| κλητική | δυναμιτιστικοί | δυναμιτιστικές | δυναμιτιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυναμιτιστικός < δυναμιτιστής + -ικός
Επίθετο
δυναμιτιστικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με δυναμιτιστή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις δυναμιτίζω και δύναμη
Μεταφράσεις
δυναμιτιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.