δροσισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δροσισμένος | η | δροσισμένη | το | δροσισμένο |
| γενική | του | δροσισμένου | της | δροσισμένης | του | δροσισμένου |
| αιτιατική | τον | δροσισμένο | τη | δροσισμένη | το | δροσισμένο |
| κλητική | δροσισμένε | δροσισμένη | δροσισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δροσισμένοι | οι | δροσισμένες | τα | δροσισμένα |
| γενική | των | δροσισμένων | των | δροσισμένων | των | δροσισμένων |
| αιτιατική | τους | δροσισμένους | τις | δροσισμένες | τα | δροσισμένα |
| κλητική | δροσισμένοι | δροσισμένες | δροσισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δροσισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δροσίζω
Μεταφράσεις
δροσισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.