δρομολογήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

δρομολογήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δρομολογώ
  2. θα δρομολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δρομολογώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

δρομολογήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δρομολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.