δρεπανοκύτταρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρεπανοκύτταρο τα δρεπανοκύτταρα
      γενική του δρεπανοκύτταρου
& δρεπανοκυττάρου
των δρεπανοκύτταρων
& δρεπανοκυττάρων
    αιτιατική το δρεπανοκύτταρο τα δρεπανοκύτταρα
     κλητική δρεπανοκύτταρο δρεπανοκύτταρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρεπανοκύτταρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική drepanocyte < αρχαία ελληνική δρέπανον + κύτταρον

Ουσιαστικό

δρεπανοκύτταρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.