δραγουμάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δραγουμάνος | οι | δραγουμάνοι |
| γενική | του | δραγουμάνου | των | δραγουμάνων |
| αιτιατική | τον | δραγουμάνο | τους | δραγουμάνους |
| κλητική | δραγουμάνε | δραγουμάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δραγουμάνος < μεσαιωνική ελληνική δραγουμάνος < αραβική ترجمان (turjumān, μεταφραστής)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾa.ɣuˈma.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρα‐γου‐μά‐νος
Ουσιαστικό
δραγουμάνος αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο διερμηνέας, ο μεταφραστής
- ※ Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και ένα μάλλον θεαματικό ελληνικό περιστατικό στον πόλεμο κατά του καπνού: ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος, δραγουμάνος του σουλτάνου και μετέπειτα ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, κυκλοφόρησε ανώνυμα στα τέλη του 17ου αιώνα έναν λίβελλο κατά του καπνού, τον «Ψόγο Νικοτιανής», σε ένα ιδιαζόντως επιθετικό ύφος. (Εφημερίδα των Συντακτών, 05.01.2020)
Σημείωση
- Την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας ο δραγουμάνος ήταν σημαντικό αξίωμα και οι Φαναριώτες που το κατείχαν συνήθως, δεν ήταν απλοί μεταφραστές. Ήταν έμπιστα άτομα προς τον Σουλτάνο και είχαν άποψη στα ζητήματα της διπλωματίας, χωρίς πάντως να αποτελούν υπουργούς εξωτερικών. Οι δραγουμάνοι έπρεπε να γνωρίζουν αραβικά, τουρκικά και τουλάχιστον δύο ευρωπαϊκές γλώσσες. Η λέξη απαντά και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, επειδή διαδόθηκε την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ενετοκρατίας.
-
Dragoman στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.