δουρβάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουρβάνι τα δουρβάνια
      γενική του δουρβανιού των δουρβανιών
    αιτιατική το δουρβάνι τα δουρβάνια
     κλητική δουρβάνι δουρβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δουρβάνι < τουρκική torba

Ουσιαστικό

δουρβάνι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό) (παρωχημένο) δοχείο, εντός του οποίου χτυπούμε το γάλα (με κάποιο εργαλείο που επίσης ονομάζεται δουρβάνι), προκείμενου να εξάγουμε το βούτυρο

  • δουρβάνα
  • δρουβάνι

Συνώνυμα

  • μπουτινέλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.